- εμπαίκτης
- ο1) уст. насмешник; 2) обманщик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐμπαίκτης — mocker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπαίκτης — ο (θηλ. εμπαίκτρια, η) (AM ἐμπαίκτης, ο Μ και θηλ. ἐμπαίκτρια) αυτός που εμπαίζει, που εξαπατά … Dictionary of Greek
ἐμπαικτῶν — ἐμπαίκτης mocker masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπαῖκται — ἐμπαίκτης mocker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπαίκταις — ἐμπαίκτης mocker masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπαίκτην — ἐμπαίκτης mocker masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπαίκτας — ἐμπαίκτᾱς , ἐμπαίκτης mocker masc acc pl ἐμπαίκτᾱς , ἐμπαίκτης mocker masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ругатель — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ἐμπαίκτης) нечестивый, неверующий, кощунствующий:… … Словарь церковнославянского языка
χριστεμπαίκτης — ὁ, Μ αυτός που περιπαίζει τον Χριστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + ἐμπαίκτης «αυτός που εξαπατά, που περιπαίζει» (< ἐμπαίζω)] … Dictionary of Greek
ԽԱԲԵԲԱՅ — (ի, ից.) NBH 1 0909 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c ա. ԽԱԲԵԲԱՅ. որ եւ ԽԱԲԵԱՅ. ἑμπαίκτης illusor σοφιστής , σοφιστικός, ἑπιθέτης sophista, deceptor, impostor, versipellis. խաբօղ. պատրօղ. դաւադիր. կարթօղ. եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἐμπαίκται — ἐμπαίκτᾱͅ , ἐμπαίκτης mocker masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)